< ἀχειρία
ἀχείριστος >
ἀχειρίδωτος
,
-ον
de brazos desnudos
κόραι
Dialex
.2.9
•
carente de mangas
χιτών
Soz.
HE
3.14.7,
ἐξωμίς
Sch.Luc.
Vit.Auct
.7.