< ἀχειρί
ἀχειρίδωτος >
ἀχειρία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
-ίη
Hp.
Morb
.1.1
torpeza manual
del médico, Hp.l.c.,
τῶν Ἡροφιλείων
Apollon.Cit.1.3.