< ἀχειρίδωτος
ἀχειρόθετος >
ἀχείριστος
,
-ον
graf. ἀχιρ-
no trabajado
(λίνον)
PCharite
12.3 (IV d.C.),
σίππιον
PMonac
.89.15 (IV d.C.).