< ἀφούλωσις
Ἀφουμῶν >
ἀφουλωτικός
,
-ή, -όν
medic.
cicatrizante
τοῖς ἀφουλωτικοῖς φαρμάκοις τὴν ἀποθεραπείαν ποιησόμεθα
Paul.Aeg.6.5.