< ἀφιλόκομπος
ἀφιλομαθής >
ἀφιλόλογος
,
-ον
no inclinado a la literatura
,
poco cultivado
οἱ φορτικοὶ καὶ ἀφιλόλογοι ... ἀπωτάτω τὴν διάνοιαν ἀπαίρουσιν
Plu.2.673a.