< ἀφιλόλογος
ἀφιλομαθία >
ἀφιλομαθής
,
-ές
que no desea aprender
ἀφιλομαθῆ καὶ λίαν ἀπαίδευτον εὑρίσκει τὸν ἄνθρωπον
Cyr.Al.M.73.248B.