< ἀφιλοκομπέω
ἀφιλόκομπος >
ἀφιλοκομπία
,
-ας, ἡ
falta de arrogancia
,
humildad
ἐν ὑφέσει πολλῇ καὶ ἀφιλοκομπίᾳ
Cyr.Al.M.70.852B.