< ἀφιλοκᾰλία
ἀφιλοκέρδως >
ἀφιλόκαλος
,
-ον
que no ama la belleza
,
vulgar
op.
φιλόκαλος
Gal.5.39
•
subst.
τὸ ἀφιλόκαλον τοῦ δόγματος
Plu.2.672e.