< ἀφιλοκάλητος
ἀφιλόκαλος >
ἀφιλοκᾰλία
,
-ας, ἡ
falta de gusto
,
indiferencia ante la belleza
ὑπὸ τῆς τῶν πολλῶν ἀφιλοκαλίας
Ath.3a.