< ἀφιλόκαλος
ἀφιλοκομπέω >
ἀφιλοκέρδως
adv.
sin ansia de lucro
ἀναστραφεῖσαν ἐπὶ τῷ θεῷ ἀ. παντὶ τῷ βίῳ
TAM
5.490.5 (Lidia II d.C.).