< ἀφιλομαθής
ἀφιλόμαχος >
ἀφιλομαθία
,
-ας, ἡ
ignorancia voluntaria
,
falta de deseo de aprender
πρὸς ἔλεγχον τῆς ἐνούσης αὐτοῖς ἀφιλομαθίας
Cyr.Al.M.72.276A.