< ἀτοκέω
ἀτόκιον >
ἀτοκία
,
-ας, ἡ
esterilidad
ἀτοκίᾳ προστίθεσθαι ... ἀπηγόρευσαν αὐταῖς
Muson.15,
γυναικὸς ἀτοκίας ἰᾶται
Gp
.12.38.1, cf. Gal.
Ins.Log
.6.3 (cj.).