< Ἀτριανός
ἀτρίβαστος >
ἀτρίαστος
,
-ον
que no admite triplicidad
ἔστω γὰρ τὸ ἁπλῶς ἓν τῷ ὄντι τὸ ἀνάριθμον ... ἀτρίαστον καὶ ἀμονάδιστον
Dam.
Pr
.117.