< ἀτρίακτος
ἀτρίαστος >
Ἀτριανός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
tb.
Ἀτριάτης
St.Byz.s.u.
Ἀτρία
;
Ἀτριεύς
St.Byz.l.c.
atriano
1
ét. de Atria, St.Byz.l.c.
2
Ἀ. ποταμός
río Atriano
afluente del Po, Ptol.
Geog
.3.1.21.