ἀτρίβαστος, -ον
no desgastado de caballos
(διαφέροιεν ἄν) οἱ δέ γε αὖ τοὺς πόδας ἐκπεπονημένοι τῶν ἀτριβάστων πρὸς τραχέαX.Eq.Mag 8.3 (ap. crít.).
(διαφέροιεν ἄν) οἱ δέ γε αὖ τοὺς πόδας ἐκπεπονημένοι τῶν ἀτριβάστων πρὸς τραχέαX.Eq.Mag 8.3 (ap. crít.).