ἀτολμία, -ας, ἡ
1 falta de audacia, cobardía
(στρατόπεδα) ἔπεσεν ὑπ' ἐλασσόνων ... τῇ ἀτολμίᾳTh.2.89, cf. 4.120, X.HG 5.3.22, D.C.37.32.3.
2 timidez
τοῖς δ' ἀποθρασύνεσθαι βουλομένοις ἀτολμίαν ἡ σὴ σωφροσύνη παρεσκεύακενD.61.20, cf. Hld.7.20.2.