ἀτόλμητος, -ον
• Alolema(s): dór. ἀτόλματος Pi.I.8.11
1 insoportable
ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε †Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθονPi.l.c.
2 que no debe ser osado
πέφανται δ' ἐγγόνοις †ἀτολμήτων ἄρη†A.A.375
•que no puede ser osado
ἔπειτα δὲ οὐδὲν αὐτοῖς ἀτόλμητον οὐδ' ἄπορόν ἐστιν (τοῖς ποιηταῖς)Aristid.Or.45.2, cf. Gal.8.260, D.C.37.11.2, Him.4.24
•no osado Poll.6.131.
3 adv. -ως sin osadía
οὐκ ἀ. κηρύττουσινEpiph.Const.Haer.77.32.