ἄτολμος, -ον
1 falto de audacia, tímido
χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω θυμὸς ἄ. ἐώνPi.N.11.32,
γυναικείαν <τ'> ἄτολμον αἰχμάνA.Ch.630,
μὴ ἀτολμοτέρους τῶν ἀεὶ μοχθούντων φαίνεσθαιTh.2.39,
λῆμα ... οὐκ ἄτολμον, ἀλλ' ἕτοιμονAr.Nu.458, cf. D.8.68, Plu.2.59f, D.Chr.4.106, 107,
τὴν ψυχὴν ἄτολμος ... ἦνD.C.67.6.3, cf. Ach.Tat.2.4.4,
ἄτολμον ἐπινόημαIul.Or.3.75d
•c. inf.
ἄ. εἰμι συγγενῆ θεὸν δῆσαι βίᾳme falta corazón para encadenar por la fuerza a un dios hermano A.Pr.14,
Εὐριπίδης ... ἄλλαις ἐπιτίθεσθαι φαντασίαις οὐκ ἄ.Longin.15.3
•neutr. compar. como adv. con menos audacia
Ἐρασιστράτου δὲ ἀτολμότερον μὲν ἀποφηναμένουGal.6.37.
2 adv. -ως sin audacia, tímidamente
πρὸς πάντ' ... ἀ. καὶ δειλῶς διακείμενοιAen.Tact.16.20,
τὸν Φάβιον ᾐτιῶντο ... ὡς ἀτόλμως χρώμενον τοῖς καιροῖςPlb.3.103.3, cf. Plu.2.47b.