ἀσχημοσύνη, -ης, ἡ


I 1falta de forma, ausencia de figura ὁ ἀνδριὰς ... ἐξ ἀσχημοσύνης (γίνεται) Arist.Ph.188b20, cf. 190b15, Plot.2.4.10, Simp.in Cael.129.26.

2 deformidad χωλεία ... ποδῶν ... ἀ. ἐστίν Pl.Hp.Mi.374d, ἀσχημοσύνῃ ... καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος entre la deformidad y el amor siempre existe una mutua guerra Pl.Smp.196a
desfiguración, fealdad ἀ. τοῦ προσώπου Arist.Pol.1341b5
fig. euf. por excrementos ἐπαγαγὼν καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην σου LXX De.23.14.

II 1torpeza, poca gracia ἀ. δεινή, δόξαν ἀβελτερίας παρεχομένη terrible falta de maña que produce efecto de simpleza Pl.Tht.174c, cf. Lg.893a, op. εὐσχημοσύνη Pl.R.400c, 401a
zafiedad ἐπιθυμίας ... ἡμαρτημένης τε καὶ φαύλης τρία εἶναι εἴδη ... ἀσχημοσύνην, ἀσυμμετρίαν, ἀκαιρίαν Pythag.D 8 (p.476), ἀσχημοσύνης γὰρ γίνετ' ἐνίοις αἴτιος (πλοῦτος) Men.Fr.274.2, cf. Plu.2.235d
indignidad πᾶσαι ... αἱ μὴ μετ' αἰσχροκερδείης καὶ ἀσχημοσύνης καλαί toda la (sabiduría) que no conlleva codicia e indignidad es buena Hp.Decent.2, διὰ τὴν ἀσχημοσύνην καὶ κολακείαν Aeschin.3.76, τὴν περὶ τὸν θάνατον ἀσχημοσύνην D.H.4.65.

2 impropiedad ῥημάτων Pl.Lg.627d.

3 indecencia, obscenidad, acción vergonzosa ἄρσενες ἐν ἄρσεσιν τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι de la homosexualidad Ep.Rom.1.27, αἱ ἀσχημοσύναι πᾶσαι, ὅταν ὁ νοῦς ἀποκαλύπτῃ τὰ αἰσχρά Ph.1.78, κακοποιὸς ... ἐν ἀσχημοσύναις καὶ κατακρίσεσι ποιήσει Vett.Val.60.17
ref. a la desnudez ὅπως ἂν μὴ ἀποκαλύψῃς τὴν ἀσχημοσύνην σου LXX Ex.20.26, cf. Le.18.6, ἵνα μὴ ... βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ Apoc.16.15.