ἄσχημος, -ον


I 1feo, indecoroso ὀρχουμένη εἰμί ἄ. Aesop.142, cf. Phld.Herc.Vit.9B, παρεχρήσατο μοι πολλὰ καὶ ἄσχημα me sometió a muchas e indecorosas afrentas, PRyl.144.18 (I d.C.), εἶναι ... τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν κἂν ἀπὸ τῶν ἀσχημοτάτων γένηται D.L.2.88
subst. τὸ ἄ. fealdad ἐν τῷ ἀσχήμῳ τῆς λέπρας Ephr.Syr.3.259D.

2 que está en situación apurada μὴ ἄσχ[ημο]ν γενέ[σθαι] (ἐμέ) PSI 577.10 (III a.C.).

3 neutr. plu. subst. τὰ ἄσχημα partes pudendas τὰ ἄσχημα ἡμῶν εὐσχημοσύνην περισσοτέραν ἔχει 1Ep.Cor.12.23.

II adv. -ως indecorosamente ἦθος γυναικὸς τὸ μὴ ἀ. δεικνύναι τὸ σῶμα Sch.S.Ai.916P.