< ἀσυντελής
ἀσύντονος >
ἀσυντήρητος
,
-ον
1
incorrecto
παράδοσις
Eust.300.43.
2
adv. -ως
descuidadamente
,
a la ligera
ὡς ἀ. ὁμόσας
Eust.1175.33.