< ἀσυντήρητος
ἀσύντρητος >
ἀσύντονος
,
-ον
lánguido
,
sin energía
neutr. plu. sup. como adv.
ἀσυντονώτατα πρὸς τὴν πορείαν εἶχον
X.
Cyr
.4.2.31.