ἀσυντελής, -ές


I 1incompleto βίος M.Ant.3.8.

2 que no contribuye en nada, inútil ἀ. τοῖς κοινοῖς ... φιλοσοφία Them.Or.31.352c, cf. Hsch.

3 inmune a, exento de c. gen. οὐδὲ τὰ ἄλογα ἀσυντελῆ τῆς τιμωρίας Basil.M.31.312B.

4 ἀσυντελές· ἐκτὸς τοῦ τεταγμένου Hsch.

II adv. -ῶς inútilmente πρὸς ... τὰς ἄλλας ... ἔχει ἀ. Sch.Pi.O.3.81c.