< ἀσυμπαγής
ἀσυμπαθής >
ἀσυμπάθεια
,
-ας, ἡ
falta de consonancia
o
conformidad
ἀλλὰ τις ἔστι τούτων διαφορὰ καὶ ἀσυμπάθεια
S.E.
M
.5.44,
ἡ τῶν ἀσυμφώνων ἀ.
Porph.
Gaur
.11.4.