< ἀσυμμνημόνευτος
ἀσυμπάθεια >
ἀσυμπαγής
,
-ές
no compacto
o
mal compactado
τὰ (γυναικεῖα σώματα) δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ
Luc.
Abd
.28, cf.
Anach
.24.