< ἀσυμμιξία
ἀσυμπαγής >
ἀσυμμνημόνευτος
,
-ον
no recordado conjuntamente
ὡς διὰ τοῦτο ἀσυμμνημόνευτα γίνεσθαι
Dsc.1.
Praef
.3.