< ἀσύμβλητος
ἀσύμβολος >
ἀσυμβολέω
no contribuir con su parte
c. gen. y dat.
ἵνα μὴ ἀσυμβολήσω μυθολογίας παντάπασι
Ach.Tat.8.17.1 (cód.).