ἀσύμβλητος, -ον
• Alolema(s): ἀξύμ- S.Tr.694
I mal comparado, mal calibrado de pesos y medidas IG 22.1013.17.
II
τὰ μὲν γὰρ γένει διαφέροντα ... ἀπέχει πλέον καὶ ἀσύμβληταArist.Metaph.1055a7
•c. dat.
ἔνια δὲ ὅλως ἀσύμβλητα τοῖς ἡμέροις ἐστίThphr.HP 7.6.4, cf. Plu.2.1125c
•c. πρός y ac.
ἀσύμβλητος ... πρὸς τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπουςEpicur.Ep.[2] 83.3.
2 que no se puede conjeturar o adivinar
ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖνS.l.c.
•que no se puede calcular, incalculable
τὸ πλῆθος τό τ' ἐν τοῖς ἀρρωστήμασιν ὑπάρχον ... ἀσύμβλητονArist.PA 677a11,
μῆκοςGal.18(1).773, cf. Theo Sm.p.73.
3 que no admite trato, insociable de pers.
ἄπλατον ἀξύμβλητονS.Fr.387.