< ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκίνητος >
ἀσυγκέραστος
,
-ον
1
no moderado
φύσις
AP
9.180 (Pall.).
2
insociable
los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.
Haer
.4.19.2, cf. Hsch.s.u.
ἄκρατος
.