< ἀσυγκέραστος
ἀσύγκλαστος >
ἀσυγκίνητος
,
-ον
que no produce agitación
οἱ δὲ ἐν λειμῶνι (περίπατοι) ... ἀσυγκινητότατοι
Antyll. en Orib.6.21.16.