< ἀστοχέω
ἀστοχία >
ἀστόχημα
,
-ματος, τό
1
falta
,
error
Plu.2.520b,
τῷ ἀστοχήματι τῆς ἑαυτοῦ αἱρέσεως περιέπεσε
Epiph.Const.
Haer
.50.1.
2
fracaso
,
desastre
Παῦλος ... ἐν πολλοῖς ὢν ἀστοχήμασι
Ep.Paul.Apocr
.2.