ἀρότης, -ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
1 gener. campesino, labrador Pherecr.137.1, Plu.2.406c, Nonn.D.1.111, A.D.Adu.135.16
•op. νομάδες:
Σκύθαι ... οὐ γὰρ ἀρόται εἰσὶ ἀλλὰ νομάδεςHdt.4.2
•arador, yuntero
βοῶν οἱ ἀρόταιHp.Art.8, cf. Ael.VH 5.14
•fig.
Πιερίδων ἀρόταιaradores de las Musas e.d. los poetas Pi.N.6.32
•
ἀρόται κύματοςlos marinos Call.Fr.572.
2 como adj. de labor
βοῦςA.R.1.1217.