ἀρχῐτεκτονέω
• Morfología: [jón. part. pres. ἀρχιτ]εκτονέοντο[ς IG 7.424 (Oropo IV a.C.)]
I
ἐδίδασκε ἡμᾶς πρῶτον ἀστρολογεῖν ... ἔπειτα ... ἀρχιτεκτονεῖνSosip.1.16, cf. IG l.c.,
Βάρβαρος ἀνήθηκε ἀρχιτεκτονοῦντος Ποντίουdel obelisco llamado de Cleopatra OGI 656 (I a.C.),
τὰ δὲ Προπύλαια τῆς ἀκροπόλεως ἐξειργάσθη ... Μνησικλέους ἀρχιτεκτονοῦντοςPlu.Per.13, cf. D.S.1.97.
2 tr. diseñar, proyectar, construir naves
τὴν τριακοντήρηOGI 39 (Pafo III a.C.),
πλοῖαIPh.39 (I a.C.)
•edificar
(βιβλιοθήκη) ἣν ... ἠρχιτεκτόνησα τῷ ΣεβαστῷAfric.Cest.5.54, en v. pas.
τὴν οἰκίαν φῆσαι εὖ ἠρχιτεκτονῆσθαιThphr.Char.2.12
•diseñar artísticamente
τὰ ὑφαντικάLXX Ex.37.21, abs. LXX Ex.31.4, 35.32.
II fig.
1 supervisar, dirigir
ποίας δὲ τ[ιμ]ῆς ἀρχ[ιτεκτονεῖς λάχος;¿qué parte te toca supervisar? A.Fr.281a.16 (cf. ap. crít.),
ἀρχιτεκτονοῦντος ... τοῦ ΠλάτωνοςPhld.Acad.Ind.15.
2 diseñar, inventar, maquinar
φράζε κἀρχιτεκτόνειAr.Pax 305, cf. Fr.201, Ph.1.652.