ἀρχιτεκτονεύω


mec. diseñar, construir una máquina de guerra, Bito 52.1, 61.4, en v. pas. πετρόβολον ... ἠρχιτεκτονευμένον ὑπὸ Χάρωνος Bito 43.1
abs. οἱ ἀρχιτεκτονεύοντες los constructores, ingenieros Bito 56.4.