< ἀρχῐτεκτονέω
ἀρχιτεκτονία >
ἀρχιτεκτόνημα
,
-ματος, τό
proyecto
,
construcción
,
plan
τοῦ παντὸς κόσμου
Eus.
Hierocl
.6, cf.
DE
4.2
•
plan
,
treta
Luc.
Asin
.25.