< ἀποχράω
ἀποχρέμπτομαι >
ἀπόχρεμμα
,
-ματος, τό
expectoración
,
esputo
ἀποχρέμματος ἔτι ἐν τῷ πλεύμονι ἐνεόντος
Hp.
Loc.Hom
.16, cf. Hsch.