< ἀπόχρεμμα
ἀπόχρεμψις >
ἀποχρέμπτομαι
expectorar
c. ac.
τὰ ἐνεχόμενα
Hp.
Acut
.58,
ξυμπεπηγότα
Hp.
Loc.Hom
.14.