< ἀπόβρεγμα
ἀποβρέχω >
ἀπόβρεξις
,
-εως, ἡ
maceración
σταφυλῆς
Aq., Sm.
Nu
.6.3,
ἀπόβρεξις ἐν ὕδατι γλυκεῖ
maceración en agua dulce
Gal.6.652.