ἀποβρέχω
sumergir en agua, empapar ref. a plantas
ἀποβρεχθέντα ἐν ὕδατι ἐπιρρύτῳThphr.HP 5.9.5,
ὅταν ὕσῃ τούτοις ἀποβρέχεινThphr.CP 2.5.5
•esp. mantener en agua, macerar
εἰς ὕδωρ ἀποβρέξαιIG 42.126.9 (Epidauro III a.C.),
κάλυμμα καρπείουNic.Al.276,
τροφήνDieuch.15.3,
τὸ ἄλφιτον τὸ καπυρόνDieuch.15.9,
ἀποβραχεὶς δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι ... ὠφελεῖ πινόμενοςDsc.1.110,
λάδανον ἀποβρέχω<ν> νέῳ οἴνῳmacerando la resina en vino nuevo, SB 7350.3 (III/IV d.C.), fig.
τὴν γλῶσσαν ... εἰς νοῦν ἀποβρέξαςZeno Stoic.1.67,
τὸν κάλαμον ἀποβρέχων εἰς νοῦνSud.s.u. Ἀριστοτέλης
•en v. pas. sofocar, ahogar
ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτοPhilostr.VA 7.22.