ἀπόβρεγμα, -ματος, τό
infusión, cocimiento de hierbas
ἀσταφίδος ἀπόβρεγμαHp.Nat.Mul.105,
παλιούρουAgatarch.61, Str.16.4.17,
ῥοδοδένδρωνDsc.4.81,
ἀνδράχνηςSor.38.11,
ἀψινθίουAret.CA 1.1.25,
περιστερεώνωνPlu.2.614b,
λέγεται δὲ ῥαινόμενόν τε συμποσίοις τὸ ἀπόβρεγμα εὐδιαγωγοτέρους ποιεῖνThessal.146.5.