< ἀποχρέμπτομαι
ἀποχρεόντως >
ἀπόχρεμψις
,
-εως, ἡ
• Morfología:
[jón. nom. plu. ἀποχρέμψιες Hp.
Aph
.4.47]
expectoración
Hp.l.c.,
Epid
.7.7, 9, Meletus en
An.Ox
.3.104.