< ἀποτροπιάζω
ἀποτροπιασμός >
ἀποτροπίασμα
,
-ματος, τό
rito apotropaico
,
conjuro
ἀποτροπιάσματα καὶ θυσίαι
entre los egipcios, Ath.Al.
Gent
.24, cf. Hsch.