< ἀποσφενδόνητος
ἀποσφηκόω >
ἀποσφενδονίζω
lanzar con honda
λαγυνίδας ... κατὰ τῆς καλουμένης ἀγέστας ἀπεσφενδόνιζον
Euagr.Schol.
HE
4.27.