< ἀποσφενδονάω
ἀποσφενδονίζω >
ἀποσφενδόνητος
,
-ον
repelido
,
alejado a hondazos
de los Eritreos
ὑπὸ δὲ τῶν προσοίκων «ἀποσφενδόνητοι» προσωνομάσθησαν
Plu.2.293b.