< ἀποσφενδονίζω
ἀποσφήλωσις >
ἀποσφηκόω
soltar
,
desatar
δεσμούς
Nonn.
D
.21.154,
καλύπτρην
Nonn.
D
.6.6,
ἀ. σιωπήν
romper el silencio
Nonn.
D
.42.156.