< ἀποστρακόομαι
ἀποστρατεύομαι >
ἀποστράπτω
lanzar
,
despedir
en tm.
ἀπὸ ... καρήατος ... στράπτεν ἔρως ἡδεῖαν ἀπὸ φλόγα
A.R.3.1018.