ἀποστρακόομαι
medic. fosilizarse, endurecerse un hueso por desecación, Hp.VC 16,
ἀποστρακοῦσθαι τὸ φάρμακονDsc.2.4, de unas llagas, Hippiatr.25
•osificarse
ὅταν τὸ καλούμενον βρέγμα ἀποστρακωθῇPhlp.in GA 113.1.
ἀποστρακοῦσθαι τὸ φάρμακονDsc.2.4, de unas llagas, Hippiatr.25
ὅταν τὸ καλούμενον βρέγμα ἀποστρακωθῇPhlp.in GA 113.1.