ἀποστρατεύομαι


milit. licenciarse ἐντὸς ... ἐνιαυτοῦ τοῦ ἀποστρατεύσασθαι Dig.27.1.8 proem., οἱ ... ἀτίμως ἀποστρατευσάμενοι Dig.27.1.8.1, τοῖς στρατευομένοις νόμῳ προὐτίθει, ἢ θύειν ἢ ἀποστρατεύεσθαι Socr.Sch.HE 3.22.2, cf. Eus.VC Index p.5.13
οἱ ἀπεστρατευμένοι los licenciados App.BC 2.120, 5.26, IGR 3.281 (Isauria).