< ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης >
ἀποστημάτιον
,
-ου, τό
medic.
pequeño apostema
ἀποστημάτιον κατὰ τὸν τοῦ βλεφάρου ταρσόν
Gal.17(1).326, cf. Heliod. en Orib.44.11.10.