< ἀποστημάτιον
ἀποστήριγμα >
ἀποστηματώδης
,
-ες
medic.
que señala un absceso
ἀποστηματώδεα σημεῖα
Hp.
Coac
.141,
ὄγκος
Paul.Aeg.4.23.